σαρκώσεως

σαρκώσεως
σαρκώσεω̆ς , σάρκωσις
growth of flesh
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • въплъщениѥ — ВЪПЛЪЩЕНИ|Ѥ (58), ˫А с. Воплощение, принятие человеческого образа (о боге сыне): Въплъштениѥ же с҃на вѣрɤи. истиньно сѹште а не привидѣниѥмь. Изб 1076, 29 об.; да ни разлѹчени˫а исповѣдѩть въплъщени˫а и б҃жьства. (τῆς σαρκώσεως) КЕ XII, 284б; да… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • ЕВДОКСИЙ — [греч. Εὐδόξιος] († 370/1, Никея), еп. Германикийский (после 327 357), Антиохийский (358 30 сент. 359), К польский (27 янв. 360 370/1), один из ересиархов арианства. По утверждению Филосторгия, Е. происходил из г. Арабис в М. Армении (Philost.… …   Православная энциклопедия

  • PALAEOLOGA Familia — in Imeprio Constantinopolitano illustris, e qua varii Imperatores hodieque in tristibus quibusdam posterorum reliquiis, sub Imperio Turcico gementibus, superest, uti testatur Sponius Itinerar. Grac. Pauci autem ex ea, imo vix ulla numismata obvia …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περιχωρώ — έω, ΝΜΑ [περίχωρος] θεολ. α) (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος) συνυπάρχω, χωρώ μέσα στα άλλα δύο πρόσωπα («κιρναμένων ὥσπερ τῶν φύσεων, οὕτω δὴ καὶ τῶν κλήσεων καὶ περιχωρουσῶν εἰς ἀλλήλας τῷ λόγῳ τῆς συμφυΐας», Γρηγ. Ναζ.) β) (για τη θεία και… …   Dictionary of Greek

  • προσληπτικός — ή, όν, Α [προσλαμβάνω] 1. αυτός που παίρνει κάτι επιπροσθέτως, που προσλαμβάνει 2. (λογ.) (σχετικά με συλλογισμό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση 3. εκκλ. (σχετικά με τον Ιησού Χριστό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… …   Dictionary of Greek

  • πρόσλημμα — ήμματος, τὸ, Α [προσλαμβάνω] 1. επιπρόσθετη απόκτηση, πρόσκτηση 2. το εξωτερικό ένδυμα 3. εκκλ. η επί πλέον απόκτηση τής θείας και τής ανθρώπινης φύσης μέσω τής σαρκώσεως από τον Υιό τού Θεού …   Dictionary of Greek

  • Απολλινάριος — Όνομα χριστιανών επισκόπων. 1. Α. ο Ιεραπόλεως (2ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος της Ιεράπολης, πόλης της Φρυγίας.Έγραψε πάρα πολλά βιβλία, από τα οποία όμως σώζονται μόνο οι τίτλοι και από αυτούς όχι όλοι. Απηύθυνε απολογητική προς τον αυτοκράτορα Μάρκο …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”